σπιρούνι

σπιρούνι
το
(λ. ιταλ.), όργανο για το κέντρισμα των αλόγων: Φόρεσε τις μπότες με τα σπιρούνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπιρούνι — και σπηρούνι και σπερούνι, το, Ν μικρός περιστρεφόμενος τροχός τοποθετημένος στη φτέρνα τής μπότας τού ιππέα, η περιφέρεια τού οποίου φέρει αιχμές για τον ερεθισμό τού αλόγου, ο πτερνιστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sperone < αρχ. γερμ. sporo] …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • σπιρουνάρω — Ν [σπιρούνι] κεντρίζω με το σπιρούνι …   Dictionary of Greek

  • σπιρουνιά — και σπηρουνιά, η, Ν [σπιρούνι] χτύπημα με το σπιρούνι …   Dictionary of Greek

  • σπιρουνιάζω — και σπηρουνιάζω και σπιρουνίζω Ν [σπιρούνι] 1. κεντώ το άλογο με το σπιρούνι 2. κεντρίζω, προτρέπω έντονα κάποιον να κάνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • εγκεντρίδα — η (Α ἐγκεντρίς) (για άλογα) ο πτερνιστήρας, σπιρούνι νεοελλ. γεωργικό εργαλείο που χρησιμεύει στο μπόλιασμα τών φυτών αρχ. 1. το κεντρί τών εντόμων 2. βούκεντρο 3. είδος γραφίδας που κατέληγε σε αιχμηρή άκρη 4. κομμάτι σίδερο με μυτερή άκρη που… …   Dictionary of Greek

  • ηλόκεντρον — ἡλόκεντρον, τὸ (Α) σπιρούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. ήλος «καρφί» + κέντρον «κεντρί»] …   Dictionary of Greek

  • μυωπίζω — (ΑΜ) [μύωψ (II)] 1. (για ζώο) κεντώ με το σπιρούνι («μυωπίζειν τε καὶ μαστιγοῡν τὸν ἵππον», Ξεν.) 2. μτφ. παρακινώ, ερεθίζω, υποκινώ κάποιον έντονα αρχ. (το παθ.) μυωπίζομαι (για το άλογο και το βόδι) ενοχλούμαι, ερεθίζομαι από τον οίστρο,… …   Dictionary of Greek

  • μύωψ — (I) ο (ΑΜ μύωψ) βλ. μύωπας. (II) μύωψ, ὁ (ΑΜ) είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.) αρχ. 1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο …   Dictionary of Greek

  • πτερνιστήρα — και φτερνιστήρα, ἡ, Μ ο πτερνιστήρας, το σπιρούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πτερνιστήρ με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”